ὀδύνην

ὀδύνην
ὀδύνη
pain of body
fem acc sg (attic epic ionic)
ὀδυνάω
cause
imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic)
ὀδυνάω
cause
imperf ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • TANTALUS — I. TANTALUS Iovis et Nymphae Plotae filiteste Eusebiô, l. 2. Praep. Euang. cum tamen Io. Diaconus et Didymus Iovis et Plutus Nymphae filium fuisse arbitrantur: quem Tzetzes hist. 10. chil. 5. praedictâ quidem matre genitum, ac patre Imolo Lydiae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… …   Dictionary of Greek

  • προσπαροξύνω — Α 1. προκαλώ επιπρόσθετο πόνο ή προξενώ επιπρόσθετη φλόγωση («τὴν ὀδύνην προσπαροξύνειν», Ιπποκρ.) 2. μτφ. ερεθίζω, εξοργίζω κάποιον επιπροσθέτως («προσπαρώξυνε φωνῇ τινι μειράκιον εὐερέθιστον», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + παροξύνω «ερεθίζω»] …   Dictionary of Greek

  • συναναστροφή — η, ΝΜΑ [συναναστρέφομαι] 1. το να συναναστρέφεται, να επικοινωνεί κανείς φιλικά με άλλους, επικοινωνία, συγχρωτισμός, συντροφιά (α. «οι συναναστροφές της δεν ήταν καλές» β. «οὐ γὰρ ἔχει πικρίαν ἡ συναναστροφὴ αὐτῆς οὐδὲ ὀδύνην ἡ συμβίωσις αὐτῆς» …   Dictionary of Greek

  • σχέτλη — ἡ, Μ [σχέτλιος] θλίψη, πόνος ή δυστυχία («τὸ οὐαὶ ἐπίρρημά ἐστι σχετλιαστικόν σχέτλη δὲ τὸ ὀδύνην ἐπιφέρον καλεῑται», Αρέθ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”